βουδόρος

βουδόρος
βου-δόρος, ον, ([etym.] δέρω)
A flaying oxen, galling, Hes.Op.504 (βούδορα codd., βουδόρα Sch.T.ll.17.550, cf. Eust.1117.53).
II for flaying,

μάχαιρα Babr.97.7

: as Subst., Hsch., prob. in Tim.Pers.28.
2 prov., β. νόμῳ of those who deserve flaying, Diogenian.3.66.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βουδόρος — βουδόρος, ον (Α) 1. αυτός που γδέρνει βόδια 2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών 3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» γι αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + δόρος < δορά < δέρω) …   Dictionary of Greek

  • βουδόρα — βουδόρος flaying oxen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουδόροισι — βουδόρος flaying oxen masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουδόρου — βουδόρος flaying oxen masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουδόρους — βουδόρος flaying oxen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουδόρῳ — βουδόρος flaying oxen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • βούρδουλας — ο 1. μαστίγιο 2. άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βούρδουλας < *βούρδολος < *βούρδορος < αρχ. βουδόρος «αυτός που γδέρνει βόδια ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών». Κατ άλλη άποψη, βούρδουλας < ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”