βουδόρος — βουδόρος, ον (Α) 1. αυτός που γδέρνει βόδια 2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών 3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» γι αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + δόρος < δορά < δέρω) … Dictionary of Greek
βουδόρα — βουδόρος flaying oxen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουδόροισι — βουδόρος flaying oxen masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουδόρου — βουδόρος flaying oxen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουδόρους — βουδόρος flaying oxen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουδόρῳ — βουδόρος flaying oxen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βούρδουλας — ο 1. μαστίγιο 2. άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βούρδουλας < *βούρδολος < *βούρδορος < αρχ. βουδόρος «αυτός που γδέρνει βόδια ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών». Κατ άλλη άποψη, βούρδουλας < ουσ … Dictionary of Greek